Πριν από λίγες ημέρες ο συγγραφέας Τζον Γκριν (για τον οποίο έχουμε ξαναγράψει) ανέβασε μια ενδιαφέρουσα, φορτισμένη και βαρύγδουπη άποψη στο Threads: «Νιώθω ότι το “κοινωνικό” ίντερνετ είναι βλαβερό για την ανθρωπότητα», έγραψε. Και συνέχισε: «Μας ήρθε με την υπόσχεση της δημοκρατικοποίησης και αποδείχθηκε ότι προσφέρει χρήμα και ισχύ σε όσους είναι ήδη πλούσιοι και ισχυροί, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει κίνητρα για την πόλωση. Δεν γίνεται να υπάρξει Τραμπ χωρίς το ίντερνετ –ή όλες οι υπόλοιπες παραδοξότητες της εποχής μας. Βεβαίως το ίντερνετ έχει κάνει πολλά καλά, αλλά νομίζω ότι το άθροισμα είναι αρνητικό για την ανθρωπότητα».
Είναι έτσι; Αν βάλεις κάτω τα θετικά και τα αρνητικά, τι υπερισχύει; Είναι μια συζήτηση ενδιαφέρουσα και χρήσιμη καθότι «το ίντερνετ» πλέον έχει φτάσει τα 30 χρόνια ζωής, το δε «κοινωνικό ίντερνετ», το σύμπαν των social media δηλαδή, έχει ξεπεράσει τα 20. Δεν είναι καινούργιες τεχνολογίες που τις χρησιμοποιούν «οι νέοι», πια. Οπως διάβασα σε πρόσφατη έρευνα της Focus Bari, όλοι οι Ελληνες χρησιμοποιούν το ίντερνετ, και η συντριπτική πλειοψηφία χρησιμοποιεί καθημερινά και το «κοινωνικό ίντερνετ», σχεδόν όλοι, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικού επιπέδου, εισοδήματος ή ηλικίας. Το ίντερνετ και τα social media είναι πλέον σαν το τηλέφωνο, τα τηλεοπτικά κανάλια ή το ηλεκτρικό ρεύμα. Μια υπηρεσία συνηθισμένη, σχεδόν καθολικά προσιτή και αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής.
Διαφέρουν όμως σε κάποια συγκεκριμένα και πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά από όλα τα άλλα “commodities” της σύγχρονης ζωής. Κι εκεί, σ’ αυτές τις διαφορές, ίσως έχουν νόημα αξιολογήσεις σαν του Τζον Γκριν. Βεβαίως, το ότι «χωρίς ίντερνετ δεν υπάρχει Τραμπ» χωράει πολλή συζήτηση. Ο Τραμπ προϋπήρχε του ίντερνετ και η φήμη του χτίστηκε από την τηλεόραση και τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά. Λαϊκιστές και λαοπλάνοι υπήρχαν και πριν από το Facebook, όπως και «ψεκασμένοι» πρόθυμοι να τους ακούνε. Βεβαίως, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι στις ΗΠΑ, ας πούμε, κάποτε υπήρχαν θεσμικά αντίβαρα που εμπόδιζαν μορφές όπως ο Τζορτζ Γουάλας (κάτι σαν τον Τραμπ αλλά στο πιο έξυπνο) να πλησιάσουν τον Λευκό Οίκο, και ότι τα αδιαμεσολάβητα μέσα δικτύωσης αυτά τα αντίβαρα τα έκαναν σμπαράλια. Αλλά ούτε ο Χίτλερ ούτε ο Μουσολίνι είχαν ίντερνετ. Κι εκείνοι πατούσαν στις φοβίες, τις αδυναμίες και την οργή ενός κόσμου ευάλωτου στα λαϊκιστικά μηνύματα. Το μέσο της διάχυσης αυτών των μηνυμάτων ήταν που άλλαξε.
Το επιχείρημα είναι: επειδή τα μέσα του «κοινωνικού ίντερνετ» είναι πολύ καλύτερα και αποτελεσματικά στη στοχευμένη διασπορά παραπληροφόρησης και στην εργαλειοποίηση του θυμού και της οργής, το αποτέλεσμα είναι χειρότερο. Εκατό χρόνια πριν η ήδη ρημαγμένη Γερμανία δεν χρειαζόταν ίντερνετ για να βουλιάξει στον φασισμό. Σήμερα με το ίντερνετ ακόμα και οι πανίσχυρες δημοκρατικές ΗΠΑ βουλιάζουν μπροστά στα μάτια μας, σε livestream. Το ίντερνετ μας ενώνει και μας ενημερώνει, αλλά ταυτόχρονα, πατώντας τα πιο ταπεινά ένστικτα του ανθρώπινου είδους –αυτά που στο παρελθόν έχουν οδηγήσει σε παγκόσμιους πολέμους, σε λιμούς, γενοκτονίες και καταστροφές– προσθέτει αφόρητες πιέσεις στις κοινωνίες. Τις διαβρώνει. Μας διαβρώνει. Μας κάνει χειρότερους.
Μια άλλη θέαση του προβλήματος λέει ότι το πρόβλημα δεν είναι «το ίντερνετ» γενικώς αλλά η παράδοση του ίντερνετ στο έλεος μιας αρρύθμιστης, απροετοίμαστης «ελεύθερης αγοράς» που νομοτελειακά οδήγησε στην κυριαρχία ολιγάριθμων κολοσσιαίων επιχειρήσεων τεχνολογίας, οι οποίες πλέον είναι τόσο γιγάντιες και πανίσχυρες που πρακτικά δεν μπορεί κανείς να τις ανταγωνιστεί ή να τις αντικαταστήσει. Μόνες τους, πρακτικά ανεξέλεγκτες από κυβερνήσεις ή κανόνες, ρυθμίζουν τους αλγόριθμούς τους με κριτήρια εντελώς άσχετα με την ευημερία των λαών, την κοινωνική ειρήνη και την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Οι δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες τους και οι ανέμελοι μέτοχοί τους απαιτούν περισσότερο “engagement”, περισσότερους MAU, περισσότερα διαφημιστικά έσοδα, συνέχεια, για να μεγαλώνει ολοένα η κεφαλαιοποίηση και να γίνει δεκατριψήφια. Γι’ αυτό οι αλγόριθμοι πυροδοτούν τον θυμό, εξάπτουν τα πάθη, χρησιμοποιούν όλα τα κόλπα για να διδάξουν στους χρήστες τι τους αρέσει, αργά, σταθερά, άοκνα, επαναλαμβανόμενα, και μετά να τους πνίγουν με content, άφθονο content, δωρεάν content, μέχρι να γκώσουν και να τιγκάρουν. Μέχρι ο φλοιός του εγκεφάλου τους ν’ αλλοιωθεί, μέχρι να μην τους αναγνωρίζει ούτε η οικογένειά τους, μέχρι να απογίνουν υστερικά, ψεκασμένα, ριζοσπαστικοποιημένα θύματα του κάθε alt-right απατεώνα.
Είναι μια άποψη.
Ξέρετε όμως τι άλλο δεν θα υπήρχε χωρίς το ίντερνετ; Ο Τζον Γκριν ως διάσημος συγγραφέας. Είναι πολύ καλός συγγραφέας, αλλά είναι και ένα αυθεντικό προϊόν του δικτυωμένου κόσμου (δεινός γιουτιούμπερ, όπως γράφαμε και την άλλη φορά). Θα τον είχαν γνωρίσει τόσοι άνθρωποι αν δεν είχε χρησιμοποιήσει το «κοινωνικό ίντερνετ»; Τι άλλο δεν θα είχαμε; Τη Wikipedia. Tις online παραγγελίες. Τη δωρεάν άμεση ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων. Το φόρεμα. Τα memes. Αυτό εδώ το νιουζλέτερ. Ολα τα άλλα tabs που έχετε ανοιχτά αυτή τη στιγμή.
Δεν ξέρω αν μπορεί να διαχωριστεί το «ίντερνετ» από το «κοινωνικό ίντερνετ» ρεαλιστικά –μάλλον όχι– αλλά αν δεχθούμε ότι έρχονται πακέτο, ότι αν θες το ένα αναπόφευκτα θα έχεις και το άλλο, το ερώτημα παραμένει: θα ήταν ο κόσμος καλύτερος ή χειρότερος αν δεν τα είχατε όλα αυτά –και ταυτόχρονα αν είχαμε πιο συμπαγή και ασφαλή κοινωνική συνοχή, και ένα Ρεπουμπλικανικό κόμμα στις ΗΠΑ που δεν είναι φασιστική αίρεση; Εγώ, αντίθετα με το Τζον Γκριν, δεν έχω καταλήξει στα σίγουρα ακόμα.
Ξέρω, όμως, κάτι άλλο. Ακόμα κι αν κάποιος ή κάποια καταλήξει ότι τελικά το άθροισμα βγαίνει θετικό, και ότι το ίντερνετ τελικά αποτελεί καλό πράγμα για την ανθρωπότητα, υπάρχει κάτι που παραμένει αναμφισβήτητο: ότι η αρχική υπόσχεση του ίντερνετ, εκείνο το όραμα της απεριόριστης γνώσης και της άμεσης σύνδεσης που θα άλλαζε τον κόσμο, αποδείχθηκε ψέμα. Ποτέ δεν επαληθεύτηκε αυτό το όραμα. Το έγραψε ωραία, αυτό, ο Κάρλο Ροβέλι:
«Κάπου εκεί στο 2000 η ανθρωπότητα απέκτησε ένα μοναδικό, απίστευτο δώρο», είπε. «Είχε ξαφνικά πρόσβαση σε όλη τη γνώση του κόσμου με ένα νέο, εύχρηστο εργαλείο πολύ χαμηλού κόστους. 25 χρόνια μετά μπορούμε να είμαστε πια σίγουροι ότι αυτή η επανάσταση δεν οδήγησε σε μια νέα Αναγέννηση, σε έναν νέο Χρυσό Αιώνα. Κι αυτό είναι το πιο αποκαρδιωτικό πράγμα».